κουρσευτής

κουρσευτής
ο [κουρσεύω (Ι)]
αυτός που κουρσεύει, πειρατής, κουρσάρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κουρσευτής — ο αυτός που λεηλατεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρονομασία — η 1. σχήμα λόγου, όπου η μερική μεταβολή στη μορφή της λέξης μας δίνει άλλη σημασία: Να μουν κλέφτης για να κλέψω, κουρσευτής για να κουρσέψω (δημ. τραγ.). 2. παιχνίδι με ομόηχες λέξεις διάφορης σημασίας. 3. παρανόμι, παρατσούκλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”